ἰσχυρός

ἰσχυρός
ἰσχῡρός, ά, όν, ([etym.] ἰσχύς)
A strong, esp. of personal strength, S.Ph.945, E.Fr.290, etc.; of things,

ἰ. βέλος Alc.15.4

;

ῥεύματα Hdt.8.12

; ἰ. χθών hard, A.Pers.310; of food, indigestible, Hp.Art.50; of taste, strong, Thphr.HP7.6.1; of armies,

ἰσχυροτέρα φάλαγξ X.Cyr.7.1.30

; of places, Th.4.9, X.An.4.6.11, etc.;

τῆς χώρης τὸ -ότατον Hdt.1.76

; τὸ ἑαυτοῦ ἰ., opp. τὰ τοῖς πολεμίοις ἰ., X.Eq.Mag.8.24; τὰ ἰσχυρότατα your strongest points, Th.5.111; τὰ τῆς πόλεως ἰ. that in which the strength of the state lies, Aeschin.3.66; ὁρῶντες οὐδὲν ἰ. ἀπὸ τῶν Λεσβίων no show of strength, Th.3.6; ἰ. τι πρὸς τὸ πρᾶγμ' ἔχειν a strong point, Men.Epit.130;

-ότατον τεκμήριον SIG685.84

(Crete, ii B.C.).
2 powerful,

ἄλοχος Διός A.Supp.302

;

πόλις E.Supp.447

;

θεός Ar.Pl.946

;

ἰ. τὸ πολλόν Hdt.1.136

;

οἱ ἰ. ἐν ταῖς πόλεσιν X.Ath. 1.14

: [comp] Comp.

-ότερος, ἐς πειθώ Democr.51

;

ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος -ότερός μου ἐστίν Ev.Matt.3.11

.
3 forcible, violent, severe, σιτοδείη, ψύχη, Hdt.1.94,4.29;

λιμός Ev.Luc.15.14

;

ἀναγκαίη Hdt.1.74

; αἱ λίαν ἰ. τιμωρίαι violent, excessive, Id.4.205; ὅρκος -ότατος, ἀνάγκαι -όταται, Antipho 5.11, 6.25;

νόσημα Hp.

Acut.(Sp.) 4;

βήξ Th.2.49

; γέλως, ἐπιθυμίαι, etc., Pl.R.388e, 560b, etc.; νόμος ἰ. severe, Hdt.7.102, Lys.15.9;

ἔχθρα Pl.Phdr.233c

; γνώμη -οτέρη more positive, Hdt.9.41; τρόπῳ ᾧ ἂν δύνωνται -οτάτῳ Foed. ap. Th.5.23; κατὰ τὸ ἰσχυρόν by main force, opp. δόλῳ, Hdt.4.201, cf.9.2.
4 of literary style, vigorous, D.H.Comp.22; also of syllables, strong, ib.16; στάσεις λαμβάνειν ἰ. ib.22.
II Adv. -ρῶς strongly, with all force,

ἐγκεῖσθαι Th.1.69

, etc.;

φυλάττειν τινάς X.An.6.3.11

.
2 very much, exceedingly, with Adjs., Hdt.4.108; ἔθνος μέγα ἰ. ib.183;

διώρυγες ἰ. βαθεῖαι X.An.[1.7.15]

, etc.;

ἰ. χλωρόν Hp.Prog.11

; κίνησις νωθὴς ἰ. Arist.HA503b9;

ἰ. φιλοπλάτων Phld.

Ind Sto.61: with Verbs, ἰ. ἥδεσθαι, ἀνιᾶσθαι, X.Cyr.8.3.44; ἀπήγγειλεν ὅτι πάντα δοκοίη ἰ. τῷ εὐνούχῳ ib.5.3.15: [comp] Comp.

-οτέρως Heraclit.114

, Hdt.3.129;

-ότερον X.Cyr.4.5.12

, etc.: [comp] Sup., in answers, ἰσχυρότατά γε most certainly, Id.Oec.1.15.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός …   Dictionary of Greek

  • ισχυρός — ή, ό επίρρ. ά 1. δυνατός: Ισχυρός στρατός. – Ισχυρή σεισμική δόνηση. – Ισχυρή θέληση. 2. έντονος, σφοδρός, μεγάλος: Ισχυρή φωνή. – Ισχυροί άνεμοι. – Ισχυρό ρεύμα. – Ισχυρό ψύχος. 3. αυτός που έχει επιβολή: Ισχυρός πολιτικός. – Ισχυρός παράγοντας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσχυρός — ἰσχῡρός , ἰσχυρός strong masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καὶ ὁ ἀλέκτωρ ἐν τῇ οἰκείᾳ κοπρίᾳ ἰσχυρός ἐστι. — См. Всяк петух на своем пепелище хозяин …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… …   Dictionary of Greek

  • λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… …   Dictionary of Greek

  • Οδρύσες — Ισχυρός λαός της Θράκης που κατοικούσε στον πάνω Έβρο και κοντά στους ποταμούς Τόνζο και Εργινία. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Θουκυδίδη, τη χώρα τους διέσχιζε ο παραπόταμος του Έβρου Αρτισκός. Ήταν λαός πολεμικός και ως κύρια ασχολία του είχε την… …   Dictionary of Greek

  • ἰσχύρ' — ἰσχῡρά , ἰσχυρός strong neut nom/voc/acc pl ἰσχῡρά̱ , ἰσχυρός strong fem nom/voc/acc dual ἰσχῡρά̱ , ἰσχυρός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἰσχῡρέ , ἰσχυρός strong masc voc sg ἰσχῡραί , ἰσχυρός strong fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • ἰσχυρότατ' — ἰσχῡρότατα , ἰσχυρός strong adverbial superl ἰσχῡρότατα , ἰσχυρός strong neut nom/voc/acc superl pl ἰσχῡρότατε , ἰσχυρός strong masc voc superl sg ἰσχῡρόταται , ἰσχυρός strong fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”